- κεράσματα
- κέρασμαmixtureneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχολιανός — και σκολιανός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχόλη, στη γιορτή («σχολιανά κεράσματα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σχολιανά τα γιορτινά ενδύματα 3. φρ. α) «ακούω τα σχολιανά μου» γίνομαι αντικείμενο αυστηρής επίκρισης, μέ… … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek